Definify.com

Definition 2024


γαλλικό_κόρνο

γαλλικό κόρνο

Greek

Noun

γαλλικό κόρνο (gallikó kórno) n (plural γαλλικά κόρνα)

  1. (music) French horn (type of brass instrument)

Declension

see: γαλλικός (gallikós) and κόρνο (kórno)

External links