Definify.com
Definition 2024
γαλλικό_κόρνο
γαλλικό κόρνο
Greek
Noun
γαλλικό κόρνο • (gallikó kórno) n (plural γαλλικά κόρνα)
- (music) French horn (type of brass instrument)
Declension
External links
- γαλλικό κόρνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el