Definify.com

Definition 2024


γαμημένος

γαμημένος

Greek

Adjective

γαμημένος (gamiménos) m (feminine γαμημένη, neuter γαμημένο)

  1. (vulgar, offensive, intensifier) ****, damned, bloody
    Αυτό το γαμημένο το σκυλί με δάγκωσε.Aftó to gamiméno to skylí me dánkose. ― That **** dog bit me.

Declension

Synonyms

  • καταραμένος (kataraménos, cursed, blasted, damned)