Definify.com
Definition 2024
γαμημένος
γαμημένος
Greek
Adjective
γαμημένος • (gamiménos) m (feminine γαμημένη, neuter γαμημένο)
- (vulgar, offensive, intensifier) ****, damned, bloody
- Αυτό το γαμημένο το σκυλί με δάγκωσε. ― Aftó to gamiméno to skylí me dánkose. ― That **** dog bit me.
Declension
positive forms of γαμημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαμημένος | γαμημένη | γαμημένο | γαμημένοι | γαμημένες | γαμημένα |
genitive | γαμημένου | γαμημένης | γαμημένου | γαμημένων | γαμημένων | γαμημένων |
accusative | γαμημένο | γαμημένη | γαμημένο | γαμημένους | γαμημένες | γαμημένα |
vocative | γαμημένε | γαμημένη | γαμημένο | γαμημένοι | γαμημένες | γαμημένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαμημένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαμημένος, etc.) |
Synonyms
- καταραμένος (kataraménos, “cursed, blasted, damned”)