Definify.com
Definition 2024
γκαστρωμένος
γκαστρωμένος
Greek
Adjective
γκαστρωμένος • (nkastroménos) m (feminine γκαστρωμένη, neuter γκαστρωμένο)
- (colloquial, informal, usually only heard in feminine) preggers, knocked up, up the duff, in a family way (pregnant)
- Είδες την κόρη τους; Μόνο τρεις μήνες παντρεμένοι και ήδη γκαστρωμένη! ― Eídes tin kóri tous? Móno treis mínes pantreménoi kai ídi nkastroméni! ― Did you see their daughter? Only three months married and already up the duff!
Declension
positive forms of γκαστρωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γκαστρωμένος | γκαστρωμένη | γκαστρωμένο | γκαστρωμένοι | γκαστρωμένες | γκαστρωμένα |
genitive | γκαστρωμένου | γκαστρωμένης | γκαστρωμένου | γκαστρωμένων | γκαστρωμένων | γκαστρωμένων |
accusative | γκαστρωμένο | γκαστρωμένη | γκαστρωμένο | γκαστρωμένους | γκαστρωμένες | γκαστρωμένα |
vocative | γκαστρωμένε | γκαστρωμένη | γκαστρωμένο | γκαστρωμένοι | γκαστρωμένες | γκαστρωμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γκαστρωμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γκαστρωμένος, etc.) |
Derived terms
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη (óla tou gámou dýskola ki i nýfi nkastroméni, “to make matters worse”)
Synonyms
- έγκυος (énkyos, “pregnant”) (neutral term)