Definify.com
Definition 2024
γλυκερίνη
γλυκερίνη
Greek
Noun
γλυκερίνη • (glykeríni) f (uncountable)
Declension
Declension of γλυκερίνη (glykeríni)
singular | |
---|---|
nominative | γλυκερίνη |
genitive | γλυκερίνης |
accusative | γλυκερίνη |
vocative | γλυκερίνη |
External links
- γλυκερίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el