Definify.com
Definition 2024
δαιδαλώδης
δαιδαλώδης
Greek
Adjective
δαιδαλώδης • (daidalódis) m (feminine δαιδαλώδης, neuter δαιδαλώδες)
- labyrinthine (resembling a labyrinth)
Declension
positive forms of δαιδαλώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δαιδαλώδης | δαιδαλώδης | δαιδαλώδες | δαιδαλώδεις | δαιδαλώδεις | δαιδαλώδη |
genitive | δαιδαλώδους | δαιδαλώδους | δαιδαλώδους | δαιδαλώδων | δαιδαλώδων | δαιδαλώδων |
accusative | δαιδαλώδη | δαιδαλώδη | δαιδαλώδες | δαιδαλώδεις | δαιδαλώδεις | δαιδαλώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δαιδαλώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δαιδαλώδης, etc.) |
Synonyms
- λαβυρινθώδης (lavyrinthódis)