Definify.com
Definition 2025
δακτυλογραφούμαι
δακτυλογραφούμαι
Greek
Verb
δακτυλογραφούμαι • (daktylografoúmai) (simple past δακτυλογραφήθηκα, active form δακτυλογραφώ, passive)
- passive of δακτυλογραφώ (daktylografó)
Conjugation
δακτυλογραφούμαι
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δακτυλογραφούμαι | δακτυλογραφιόμουν, δακτυλογραφιόμουνα | θα δακτυλογραφούμαι | να δακτυλογραφούμαι | |
| 2s | δακτυλογραφείσαι | δακτυλογραφιόσουν, δακτυλογραφιόσουνα | θα δακτυλογραφείσαι | να δακτυλογραφείσαι | — |
| 3s | δακτυλογραφείται | δακτυλογραφιόταν, δακτυλογραφιότανε | θα δακτυλογραφείται | να δακτυλογραφείται | |
| 1p | δακτυλογραφούμαστε, δακτυλογραφόμαστε | δακτυλογραφιόμαστε, δακτυλογραφιόμασταν | θα δακτυλογραφούμαστε | να δακτυλογραφούμαστε | |
| 2p | δακτυλογραφείστε, δακτυλογραφόσαστε | δακτυλογραφιόσαστε, δακτυλογραφιόσασταν | θα δακτυλογραφείστε | να δακτυλογραφείστε | δακτυλογραφείστε |
| 3p | δακτυλογραφούνται | δακτυλογραφιόνταν, δακτυλογραφιούνταν, δακτυλογραφιόντουσαν, δακτυλογραφιόντανε | θα δακτυλογραφούνται | να δακτυλογραφούνται | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δακτυλογραφηθώ | δακτυλογραφήθηκα | θα δακτυλογραφηθώ | να δακτυλογραφηθώ | |
| 2s | δακτυλογραφηθείς | δακτυλογραφήθηκες | θα δακτυλογραφηθείς | να δακτυλογραφηθείς | δακτυλογραφήσου |
| 3s | δακτυλογραφηθεί | δακτυλογραφήθηκε | θα δακτυλογραφηθεί | να δακτυλογραφηθεί | |
| 1p | δακτυλογραφηθούμε | δακτυλογραφηθήκαμε | θα δακτυλογραφηθούμε | να δακτυλογραφηθούμε | |
| 2p | δακτυλογραφηθείτε | δακτυλογραφηθήκατε | θα δακτυλογραφηθείτε | να δακτυλογραφηθείτε | δακτυλογραφηθείτε |
| 3p | δακτυλογραφηθούν, δακτυλογραφηθούνε | δακτυλογραφήθηκαν, δακτυλογραφηθήκανε, δακτυλογραφηθήκαν | θα δακτυλογραφηθούν, θα δακτυλογραφηθούνε | να δακτυλογραφηθούν, να δακτυλογραφηθούνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω δακτυλογραφηθεί | είχα δακτυλογραφηθεί | θα έχω δακτυλογραφηθεί | να έχω δακτυλογραφηθεί | |
| 2s | έχεις δακτυλογραφηθεί | είχες δακτυλογραφηθεί | θα έχεις δακτυλογραφηθεί | να έχεις δακτυλογραφηθεί | |
| 3s | έχει δακτυλογραφηθεί | είχε δακτυλογραφηθεί | θα έχει δακτυλογραφηθεί | να έχει δακτυλογραφηθεί | |
| 1p | έχουμε δακτυλογραφηθεί | είχαμε δακτυλογραφηθεί | θα έχουμε δακτυλογραφηθεί | να έχουμε δακτυλογραφηθεί | |
| 2p | έχετε δακτυλογραφηθεί | είχατε δακτυλογραφηθεί | θα έχετε δακτυλογραφηθεί | να έχετε δακτυλογραφηθεί | |
| 3p | έχουν δακτυλογραφηθεί | είχαν δακτυλογραφηθεί | θα έχουν δακτυλογραφηθεί | να έχουν δακτυλογραφηθεί | |
| Participle: | — | Non-finite ‡ | δακτυλογραφηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||