Definify.com
Definition 2024
δείχνω
δείχνω
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) δεικνύω (deiknýo, “to indicate”)
Verb
δείχνω • (deíchno) (simple past έδειξα, passive form δείχνομαι)
Conjugation
δείχνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δείχνω | έδειχνα | θα δείχνω | να δείχνω | |
2s | δείχνεις | έδειχνες | θα δείχνεις | να δείχνεις | δείχνε |
3s | δείχνει | έδειχνε | θα δείχνει | να δείχνει | |
1p | δείχνουμε, δείχνομε | δείχναμε | θα δείχνουμε, δείχνομε | να δείχνουμε, δείχνομε | |
2p | δείχνετε | δείχνατε | θα δείχνετε | να δείχνετε | δείχνετε |
3p | δείχνουν, δείχνουνε | έδειχναν, δείχναν, δείχνανε | θα δείχνουν, δείχνουνε | να δείχνουν, δείχνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δείξω | έδειξα | θα δείξω | να δείξω | |
2s | δείξεις | έδειξες | θα δείξεις | να δείξεις | δείξε |
3s | δείξει | έδειξε | θα δείξει | να δείξει | |
1p | δείξουμε, δείξομε | δείξαμε | θα δείξουμε, δείξομε | να δείξουμε, δείξομε | |
2p | δείξετε | δείξατε | θα δείξετε | να δείξετε | δείξτε, δείχτε |
3p | δείξουν, δείξουνε | έδειξαν, δείξαν, δείξανε | θα δείξουν, δείξουνε | να δείξουν, δείξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δείξει | είχα δείξει | θα έχω δείξει | να έχω δείξει | |
2s | έχεις δείξει | είχες δείξει | θα έχεις δείξει | να έχεις δείξει | έχε δειγμένο |
3s | έχει δείξει | είχε δείξει | θα έχει δείξει | να έχει δείξει | |
1p | έχουμε δείξει | είχαμε δείξει | θα έχουμε δείξει | να έχουμε δείξει | |
2p | έχετε δείξει | είχατε δείξει | θα έχετε δείξει | να έχετε δείξει | έχετε δειγμένο |
3p | έχουν δείξει | είχαν δείξει | θα έχουν δείξει | να έχουν δείξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δειγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δειγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δειγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δειγμένο | ||||
Participle: | δείχνοντας | Non-finite ‡ | δείξει | 29, 1h | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποδεικνύω (apodeiknýo, “to prove”)
Synonyms
- φαίνομαι (faínomai, “to seem”)