Definify.com
Definition 2024
δεξαμενή
δεξαμενή
Greek
Noun
δεξαμενή • (dexamení) f (plural δεξαμενές)
Declension
declension of δεξαμενή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεξαμενή | δεξαμενές |
genitive | δεξαμενής | δεξαμενών |
accusative | δεξαμενή | δεξαμενές |
vocative | δεξαμενή | δεξαμενές |