Definify.com
Definition 2024
δημεύω
δημεύω
Greek
Verb
δημεύω • (dimévo) (simple past δήμευσα, passive form δημεύομαι)
- confiscate (by the government)
Conjugation
δημεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δημεύω | δήμευα | θα δημεύω | να δημεύω | |
2s | δημεύεις | δήμευες | θα δημεύεις | να δημεύεις | δήμευε |
3s | δημεύει | δήμευε | θα δημεύει | να δημεύει | |
1p | δημεύουμε, δημεύομε | δημεύαμε | θα δημεύουμε, δημεύομε | να δημεύουμε, δημεύομε | |
2p | δημεύετε | δημεύατε | θα δημεύετε | να δημεύετε | δημεύετε |
3p | δημεύουν, δημεύουνε | δήμευαν, δημεύαν, δημεύανε | θα δημεύουν, δημεύουνε | να δημεύουν, δημεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δημεύσω | δήμευσα | θα δημεύσω | να δημεύσω | |
2s | δημεύσεις | δήμευσες | θα δημεύσεις | να δημεύσεις | δήμευσε |
3s | δημεύσει | δήμευσε | θα δημεύσει | να δημεύσει | |
1p | δημεύσουμε, δημεύσομε | δημεύσαμε | θα δημεύσουμε, δημεύσομε | να δημεύσουμε, δημεύσομε | |
2p | δημεύσετε | δημεύσατε | θα δημεύσετε | να δημεύσετε | δημεύστε, δημεύτε |
3p | δημεύσουν, δημεύσουνε | δήμευσαν, δημεύσαν, δημεύσανε | θα δημεύσουν, δημεύσουνε | να δημεύσουν, δημεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δημεύσει | είχα δημεύσει | θα έχω δημεύσει | να έχω δημεύσει | |
2s | έχεις δημεύσει | είχες δημεύσει | θα έχεις δημεύσει | να έχεις δημεύσει | έχε δημευμένο |
3s | έχει δημεύσει | είχε δημεύσει | θα έχει δημεύσει | να έχει δημεύσει | |
1p | έχουμε δημεύσει | είχαμε δημεύσει | θα έχουμε δημεύσει | να έχουμε δημεύσει | |
2p | έχετε δημεύσει | είχατε δημεύσει | θα έχετε δημεύσει | να έχετε δημεύσει | έχετε δημευμένο |
3p | έχουν δημεύσει | είχαν δημεύσει | θα έχουν δημεύσει | να έχουν δημεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δημευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δημευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δημευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δημευμένο | ||||
Participle: | δημεύοντας | Non-finite ‡ | δημεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- δήμευση f (dímefsi, “confiscation”)
- δημεύσιμος (diméfsimos, “subject to confiscation”)
- δημευτής m (dimeftís, “confiscator”)
- δημευτικός (dimeftikós, “confiscatory”)
- δημεύτρια f (diméftria, “confiscator”)