Definify.com
Definition 2024
δημοτικός
δημοτικός
Greek
Adjective
δημοτικός • (dimotikós) m (feminine δημοτική, neuter δημοτικό)
Declension
positive forms of δημοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοτικός | δημοτική | δημοτικό | δημοτικοί | δημοτικές | δημοτικά |
genitive | δημοτικού | δημοτικής | δημοτικού | δημοτικών | δημοτικών | δημοτικών |
accusative | δημοτικό | δημοτική | δημοτικό | δημοτικούς | δημοτικές | δημοτικά |
vocative | δημοτικέ | δημοτική | δημοτικό | δημοτικοί | δημοτικές | δημοτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δημοτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δημοτικός, etc.) |
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)