Definify.com
Definition 2024
διάλεξη
διάλεξη
Greek
Noun
διάλεξη • (diálexi) f (plural διαλέξεις)
Declension
declension of διάλεξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάλεξη | διαλέξεις |
genitive | διάλεξης / διαλέξεως | διαλέξεων |
accusative | διάλεξη | διαλέξεις |
vocative | διάλεξη | διαλέξεις |
Synonyms
- ομιλία f (omilía, “lecture, homily”)
Related terms
- αίθουσα διαλέξεων f (aíthousa dialéxeon, “lecture hall”)
- διαλεκτική n (dialektikí, “dialectic”)