Definify.com
Definition 2024
διαβαίνω
διαβαίνω
Greek
Verb
διαβαίνω • (diavaíno) (simple past διάβηκα, passive form —)
Conjugation
διαβαίνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαβαίνω | διάβαινα | θα διαβαίνω | να διαβαίνω | |
2s | διαβαίνεις | διάβαινες | θα διαβαίνεις | να διαβαίνεις | διάβαινε |
3s | διαβαίνει | διάβαινε | θα διαβαίνει | να διαβαίνει | |
1p | διαβαίνουμε, διαβαίνομε | διαβαίναμε | θα διαβαίνουμε, διαβαίνομε | να διαβαίνουμε, διαβαίνομε | |
2p | διαβαίνετε | διαβαίνατε | θα διαβαίνετε | να διαβαίνετε | διαβαίνετε |
3p | διαβαίνουν, διαβαίνουνε | διάβαιναν, διαβαίναν, διαβαίνανε | θα διαβαίνουν, διαβαίνουνε | να διαβαίνουν, διαβαίνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διάβω, διαβώ | διάβηκα | θα διάβω, διαβώ | να διάβω, διαβώ | |
2s | διάβεις, διαβείς | διάβηκες | θα διάβεις, διαβείς | να διάβεις, διαβείς | διάβα |
3s | διάβει, διαβεί | διάβηκε | θα διάβει, διαβεί | να διάβει, διαβεί | |
1p | διάβουμε, διάβομε, διαβούμε | διαβήκαμε | θα διάβουμε, διάβομε, διαβούμε | να διάβουμε, διάβομε, διαβούμε | |
2p | διάβετε, διαβείτε | διαβήκατε | θα διάβετε, διαβείτε | να διάβετε, διαβείτε | διαβείτε, διαβήτε |
3p | διάβουν, διάβουνε, διαβούν, διαβούνε | διάβηκαν, διαβήκαν, διαβήκανε | θα διάβουν, διάβουνε, διαβούν, διαβούνε | να διάβουν, διάβουνε, διαβούν, διαβούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διάβει, διαβεί | είχα διάβει, διαβεί | θα έχω διάβει, διαβεί | να έχω διάβει, διαβεί | |
2s | έχεις διάβει, διαβεί | είχες διάβει, διαβεί | θα έχεις διάβει, διαβεί | να έχεις διάβει, διαβεί | |
3s | έχει διάβει, διαβεί | είχε διάβει, διαβεί | θα έχει διάβει, διαβεί | να έχει διάβει, διαβεί | |
1p | έχουμε διάβει, διαβεί | είχαμε διάβει, διαβεί | θα έχουμε διάβει, διαβεί | να έχουμε διάβει, διαβεί | |
2p | έχετε διάβει, διαβεί | είχατε διάβει, διαβεί | θα έχετε διάβει, διαβεί | να έχετε διάβει, διαβεί | |
3p | έχουν διάβει, διαβεί | είχαν διάβει, διαβεί | θα έχουν διάβει, διαβεί | να έχουν διάβει, διαβεί | |
Alternative** perfect: | είμαι (είσαι, είναι) διαβασμένος; είμαστε (είστε, είναι) διαβασμένοι | ||||
pluperfect: | ήμουν (ήσουν, ήταν) διαβασμένος; ήμαστε (ήσαστε, ήταν) διαβασμένοι | ||||
future perfect: | θα είμαι (θα είσαι, θα είναι) διαβασμένος; θα είμαστε (θα είστε, θα είναι) διαβασμένοι | ||||
subjunctive: | να είμαι (να είσαι, να είναι) διαβασμένος; να είμαστε (να είστε, να είναι) διαβασμένοι | ||||
Participle: | διαβαίνοντας | Non-finite ‡ | διάβει, διαβεί | 92, 1b | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (traverse): διασχίζω (diaschízo)