Definify.com
Definition 2024
διαβρωτικός
διαβρωτικός
Greek
Adjective
διαβρωτικός • (diavrotikós) m (feminine διαβρωτική, neuter διαβρωτικό)
Declension
positive forms of διαβρωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαβρωτικός | διαβρωτική | διαβρωτικό | διαβρωτικοί | διαβρωτικές | διαβρωτικά |
genitive | διαβρωτικού | διαβρωτικής | διαβρωτικού | διαβρωτικών | διαβρωτικών | διαβρωτικών |
accusative | διαβρωτικό | διαβρωτική | διαβρωτικό | διαβρωτικούς | διαβρωτικές | διαβρωτικά |
vocative | διαβρωτικέ | διαβρωτική | διαβρωτικό | διαβρωτικοί | διαβρωτικές | διαβρωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβρωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβρωτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαβρωτικότερος | διαβρωτικότερη | διαβρωτικότερο | διαβρωτικότεροι | διαβρωτικότερες | διαβρωτικότερα |
genitive | διαβρωτικότερου | διαβρωτικότερης | διαβρωτικότερου | διαβρωτικότερων | διαβρωτικότερων | διαβρωτικότερων |
accusative | διαβρωτικότερο | διαβρωτικότερη | διαβρωτικότερο | διαβρωτικότερους | διαβρωτικότερες | διαβρωτικότερα |
vocative | διαβρωτικότερε | διαβρωτικότερη | διαβρωτικότερο | διαβρωτικότεροι | διαβρωτικότερες | διαβρωτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαβρωτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαβρωτικότατος | διαβρωτικότατη | διαβρωτικότατο | διαβρωτικότατοι | διαβρωτικότατες | διαβρωτικότατα |
genitive | διαβρωτικότατου | διαβρωτικότατης | διαβρωτικότατου | διαβρωτικότατων | διαβρωτικότατων | διαβρωτικότατων |
accusative | διαβρωτικότατο | διαβρωτικότατη | διαβρωτικότατο | διαβρωτικότατους | διαβρωτικότατες | διαβρωτικότατα |
vocative | διαβρωτικότατε | διαβρωτικότατη | διαβρωτικότατο | διαβρωτικότατοι | διαβρωτικότατες | διαβρωτικότατα |