Definify.com
Definition 2024
διαβόητος
διαβόητος
Greek
Adjective
διαβόητος • (diavóitos) m (feminine διαβόητη, neuter διαβόητο)
Declension
positive forms of διαβόητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαβόητος | διαβόητη | διαβόητο | διαβόητοι | διαβόητες | διαβόητα |
genitive | διαβόητου | διαβόητης | διαβόητου | διαβόητων | διαβόητων | διαβόητων |
accusative | διαβόητο | διαβόητη | διαβόητο | διαβόητους | διαβόητες | διαβόητα |
vocative | διαβόητε | διαβόητη | διαβόητο | διαβόητοι | διαβόητες | διαβόητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβόητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβόητος, etc.) |