Definify.com
Definition 2024
διαδραματίζω
διαδραματίζω
Greek
Verb
διαδραματίζω • (diadramatízo) (simple past διαδραμάτισα)
- (drama) play a role, act a part
- (figuratively) play a role
- Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή.
- Oi megáles dynámeis diadramatízoun spoudaío rólo sti diethní politikí skiní.
- The great powers play a significant role on the stage of international politics.
- Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή.
- (figuratively) take place, happen
Conjugation
διαδραματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαδραματίζω | διαδραμάτιζα | θα διαδραματίζω | να διαδραματίζω | |
2s | διαδραματίζεις | διαδραμάτιζες | θα διαδραματίζεις | να διαδραματίζεις | διαδραμάτιζε |
3s | διαδραματίζει | διαδραμάτιζε | θα διαδραματίζει | να διαδραματίζει | |
1p | διαδραματίζουμε, διαδραματίζομε | διαδραματίζαμε | θα διαδραματίζουμε, διαδραματίζομε | να διαδραματίζουμε, διαδραματίζομε | |
2p | διαδραματίζετε | διαδραματίζατε | θα διαδραματίζετε | να διαδραματίζετε | διαδραματίζετε |
3p | διαδραματίζουν, διαδραματίζουνε | διαδραμάτιζαν, διαδραματίζαν, διαδραματίζανε | θα διαδραματίζουν, διαδραματίζουνε | να διαδραματίζουν, διαδραματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαδραματίσω | διαδραμάτισα | θα διαδραματίσω | να διαδραματίσω | |
2s | διαδραματίσεις | διαδραμάτισες | θα διαδραματίσεις | να διαδραματίσεις | διαδραμάτισε |
3s | διαδραματίσει | διαδραμάτισε | θα διαδραματίσει | να διαδραματίσει | |
1p | διαδραματίσουμε, διαδραματίσομε | διαδραματίσαμε | θα διαδραματίσουμε, διαδραματίσομε | να διαδραματίσουμε, διαδραματίσομε | |
2p | διαδραματίσετε | διαδραματίσατε | θα διαδραματίσετε | να διαδραματίσετε | διαδραματίστε |
3p | διαδραματίσουν, διαδραματίσουνε | διαδραμάτισαν, διαδραματίσαν, διαδραματίσανε | θα διαδραματίσουν, διαδραματίσουνε | να διαδραματίσουν, διαδραματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαδραματίσει | είχα διαδραματίσει | θα έχω διαδραματίσει | να έχω διαδραματίσει | |
2s | έχεις διαδραματίσει | είχες διαδραματίσει | θα έχεις διαδραματίσει | να έχεις διαδραματίσει | |
3s | έχει διαδραματίσει | είχε διαδραματίσει | θα έχει διαδραματίσει | να έχει διαδραματίσει | |
1p | έχουμε διαδραματίσει | είχαμε διαδραματίσει | θα έχουμε διαδραματίσει | να έχουμε διαδραματίσει | |
2p | έχετε διαδραματίσει | είχατε διαδραματίσει | θα έχετε διαδραματίσει | να έχετε διαδραματίσει | |
3p | έχουν διαδραματίσει | είχαν διαδραματίσει | θα έχουν διαδραματίσει | να έχουν διαδραματίσει | |
Participle: | διαδραματίζοντας | Non-finite ‡ | διαδραματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||