Definify.com
Definition 2025
διακριτικός
διακριτικός
Greek
Adjective
διακριτικός • (diakritikós) m (feminine διακριτική, neuter διακριτικό)
- discreet (respectful of privacy or secrecy; quiet; diplomatic)
Declension
positive forms of διακριτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διακριτικός | διακριτική | διακριτικό | διακριτικοί | διακριτικές | διακριτικά |
| genitive | διακριτικού | διακριτικής | διακριτικού | διακριτικών | διακριτικών | διακριτικών |
| accusative | διακριτικό | διακριτική | διακριτικό | διακριτικούς | διακριτικές | διακριτικά |
| vocative | διακριτικέ | διακριτική | διακριτικό | διακριτικοί | διακριτικές | διακριτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διακριτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διακριτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διακριτικότερος | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότεροι | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
| genitive | διακριτικότερου | διακριτικότερης | διακριτικότερου | διακριτικότερων | διακριτικότερων | διακριτικότερων |
| accusative | διακριτικότερο | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότερους | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
| vocative | διακριτικότερε | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότεροι | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διακριτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διακριτικότατος | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατοι | διακριτικότατες | διακριτικότατα |
| genitive | διακριτικότατου | διακριτικότατης | διακριτικότατου | διακριτικότατων | διακριτικότατων | διακριτικότατων |
| accusative | διακριτικότατο | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατους | διακριτικότατες | διακριτικότατα |
| vocative | διακριτικότατε | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατοι | διακριτικότατες | διακριτικότατα |