Definify.com
Definition 2024
διαλέγω
διαλέγω
Ancient Greek
Verb
διαλέγω • (dialégō)
Related terms
- διαλέγομαι (dialégomai)
Usage notes
The middle form διαλέγομαι (dialégomai) is a deponent in its own right.
References
- διαλέγω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- διαλέγω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «διαλέγω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «διαλέγω» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [ðʝalˈeɣo]
Verb
διαλέγω • (dialégo) (simple past διάλεξα, passive form διαλέγομαι)
Conjugation
διαλέγω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαλέγω | διάλεγα | θα διαλέγω | να διαλέγω | |
2s | διαλέγεις | διάλεγες | θα διαλέγεις | να διαλέγεις | διάλεγε |
3s | διαλέγει | διάλεγε | θα διαλέγει | να διαλέγει | |
1p | διαλέγουμε, διαλέγομε | διαλέγαμε | θα διαλέγουμε, διαλέγομε | να διαλέγουμε, διαλέγομε | |
2p | διαλέγετε | διαλέγατε | θα διαλέγετε | να διαλέγετε | διαλέγετε |
3p | διαλέγουν, διαλέγουνε | διάλεγαν, διαλέγαν, διαλέγανε | θα διαλέγουν, διαλέγουνε | να διαλέγουν, διαλέγουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαλέξω | διάλεξα | θα διαλέξω | να διαλέξω | |
2s | διαλέξεις | διάλεξες | θα διαλέξεις | να διαλέξεις | διάλεξε |
3s | διαλέξει | διάλεξε | θα διαλέξει | να διαλέξει | |
1p | διαλέξουμε, διαλέξομε | διαλέξαμε | θα διαλέξουμε, διαλέξομε | να διαλέξουμε, διαλέξομε | |
2p | διαλέξετε | διαλέξατε | θα διαλέξετε | να διαλέξετε | διαλέξτε, διαλέξτε |
3p | διαλέξουν, διαλέξουνε | διάλεξαν, διαλέξαν, διαλέξανε | θα διαλέξουν, διαλέξουνε | να διαλέξουν, διαλέξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαλέξει | είχα διαλέξει | θα έχω διαλέξει | να έχω διαλέξει | |
2s | έχεις διαλέξει | είχες διαλέξει | θα έχεις διαλέξει | να έχεις διαλέξει | έχε διαλεγμένο |
3s | έχει διαλέξει | είχε διαλέξει | θα έχει διαλέξει | να έχει διαλέξει | |
1p | έχουμε διαλέξει | είχαμε διαλέξει | θα έχουμε διαλέξει | να έχουμε διαλέξει | |
2p | έχετε διαλέξει | είχατε διαλέξει | θα έχετε διαλέξει | να έχετε διαλέξει | έχετε διαλεγμένο |
3p | έχουν διαλέξει | είχαν διαλέξει | θα έχουν διαλέξει | να έχουν διαλέξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαλεγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαλεγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαλεγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαλεγμένο | ||||
Participle: | διαλέγοντας | Non-finite ‡ | διαλέξει | 21, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- επιλέγω (epilégo)
- ξεδιαλέγω (xedialégo)
- εκλέγω (eklégo)
Related terms
- διαλέγομαι (dialégomai, “to discuss”)
- διάλογος m (diálogos, “dialogue, discussion”)
- διαλογή f (dialogí, “sorting, sorting out, counting”)
- διαλεχτός (dialechtós, “selected, very good”)
- διάλεκτος f (diálektos, “dialect, jargon”)