Definify.com
Definition 2024
διαρκής
διαρκής
Greek
Adjective
διαρκής • (diarkís) m (feminine διαρκής, neuter διαρκές)
Declension
positive forms of διαρκής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαρκής | διαρκής | διαρκές | διαρκείς | διαρκείς | διαρκή |
genitive | διαρκούς | διαρκούς | διαρκούς | διαρκών | διαρκών | διαρκών |
accusative | διαρκή | διαρκή | διαρκές | διαρκείς | διαρκείς | διαρκή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαρκής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαρκής, etc.) |
Related terms
- see: διαρκώ (diarkó, “to endure”)