Definify.com
Definition 2025
διατηρούμαι
διατηρούμαι
Greek
Verb
διατηρούμαι • (diatiroúmai) (simple past διατηρήθηκα, active form διατηρώ, passive)
- be kept
Conjugation
διατηρούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατηρούμαι | διατηριόμουν, διατηριόμουνα | θα διατηρούμαι | να διατηρούμαι | |
2s | διατηρείσαι | διατηριόσουν, διατηριόσουνα | θα διατηρείσαι | να διατηρείσαι | — |
3s | διατηρείται | διατηριόταν, διατηριότανε | θα διατηρείται | να διατηρείται | |
1p | διατηρούμαστε, διατηρόμαστε | διατηριόμαστε, διατηριόμασταν | θα διατηρούμαστε | να διατηρούμαστε | |
2p | διατηρείστε, διατηρόσαστε | διατηριόσαστε, διατηριόσασταν | θα διατηρείστε | να διατηρείστε | διατηρείστε |
3p | διατηρούνται | διατηριόνταν, διατηριούνταν, διατηριόντουσαν, διατηριόντανε | θα διατηρούνται | να διατηρούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατηρηθώ | διατηρήθηκα | θα διατηρηθώ | να διατηρηθώ | |
2s | διατηρηθείς | διατηρήθηκες | θα διατηρηθείς | να διατηρηθείς | διατηρήσου |
3s | διατηρηθεί | διατηρήθηκε | θα διατηρηθεί | να διατηρηθεί | |
1p | διατηρηθούμε | διατηρηθήκαμε | θα διατηρηθούμε | να διατηρηθούμε | |
2p | διατηρηθείτε | διατηρηθήκατε | θα διατηρηθείτε | να διατηρηθείτε | διατηρηθείτε |
3p | διατηρηθούν, διατηρηθούνε | διατηρήθηκαν, διατηρηθήκανε, διατηρηθήκαν | θα διατηρηθούν, θα διατηρηθούνε | να διατηρηθούν, να διατηρηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διατηρηθεί | είχα διατηρηθεί | θα έχω διατηρηθεί | να έχω διατηρηθεί | |
2s | έχεις διατηρηθεί | είχες διατηρηθεί | θα έχεις διατηρηθεί | να έχεις διατηρηθεί | |
3s | έχει διατηρηθεί | είχε διατηρηθεί | θα έχει διατηρηθεί | να έχει διατηρηθεί | |
1p | έχουμε διατηρηθεί | είχαμε διατηρηθεί | θα έχουμε διατηρηθεί | να έχουμε διατηρηθεί | |
2p | έχετε διατηρηθεί | είχατε διατηρηθεί | θα έχετε διατηρηθεί | να έχετε διατηρηθεί | |
3p | έχουν διατηρηθεί | είχαν διατηρηθεί | θα έχουν διατηρηθεί | να έχουν διατηρηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | διατηρηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||