Definify.com
Definition 2024
διοικητικός
διοικητικός
Greek
Adjective
διοικητικός • (dioikitikós) m (feminine διοικητική, neuter διοικητικό)
Declension
positive forms of διοικητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διοικητικός | διοικητική | διοικητικό | διοικητικοί | διοικητικές | διοικητικά |
genitive | διοικητικού | διοικητικής | διοικητικού | διοικητικών | διοικητικών | διοικητικών |
accusative | διοικητικό | διοικητική | διοικητικό | διοικητικούς | διοικητικές | διοικητικά |
vocative | διοικητικέ | διοικητική | διοικητικό | διοικητικοί | διοικητικές | διοικητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διοικητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διοικητικός, etc.) |
Noun
διοικητικός • (dioikitikós) m, f (plural διοικητικοί, feminine διοικητική)
Declension
declension of διοικητικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διοικητικός | διοικητικοί |
genitive | διοικητικού | διοικητικών |
accusative | διοικητικό | διοικητικούς |
vocative | διοικητικέ | διοικητικοί |
Related terms
- διοικητής m (dioikitís, “manager, boss”)