Definify.com
Definition 2024
διορίζω
διορίζω
Greek
Verb
διορίζω • (diorízo) (simple past διόρισα)
Conjugation
διορίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διορίζω | διόριζα | θα διορίζω | να διορίζω | |
2s | διορίζεις | διόριζες | θα διορίζεις | να διορίζεις | διόριζε |
3s | διορίζει | διόριζε | θα διορίζει | να διορίζει | |
1p | διορίζουμε, διορίζομε | διορίζαμε | θα διορίζουμε, διορίζομε | να διορίζουμε, διορίζομε | |
2p | διορίζετε | διορίζατε | θα διορίζετε | να διορίζετε | διορίζετε |
3p | διορίζουν, διορίζουνε | διόριζαν, διορίζαν, διορίζανε | θα διορίζουν, διορίζουνε | να διορίζουν, διορίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διορίσω | διόρισα | θα διορίσω | να διορίσω | |
2s | διορίσεις | διόρισες | θα διορίσεις | να διορίσεις | διόρισε |
3s | διορίσει | διόρισε | θα διορίσει | να διορίσει | |
1p | διορίσουμε, διορίσομε | διορίσαμε | θα διορίσουμε, διορίσομε | να διορίσουμε, διορίσομε | |
2p | διορίσετε | διορίσατε | θα διορίσετε | να διορίσετε | διορίστε |
3p | διορίσουν, διορίσουνε | διόρισαν, διορίσαν, διορίσανε | θα διορίσουν, διορίσουνε | να διορίσουν, διορίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διορίσει | είχα διορίσει | θα έχω διορίσει | να έχω διορίσει | |
2s | έχεις διορίσει | είχες διορίσει | θα έχεις διορίσει | να έχεις διορίσει | |
3s | έχει διορίσει | είχε διορίσει | θα έχει διορίσει | να έχει διορίσει | |
1p | έχουμε διορίσει | είχαμε διορίσει | θα έχουμε διορίσει | να έχουμε διορίσει | |
2p | έχετε διορίσει | είχατε διορίσει | θα έχετε διορίσει | να έχετε διορίσει | |
3p | έχουν διορίσει | είχαν διορίσει | θα έχουν διορίσει | να έχουν διορίσει | |
Participle: | διορίζοντας | Non-finite ‡ | διορίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||