Definify.com
Definition 2024
διοργανώνομαι
διοργανώνομαι
Greek
Verb
διοργανώνομαι • (diorganónomai) (simple past διοργανώθηκα, active form διοργανώνω, passive)
- passive of διοργανώνω (diorganóno)
Conjugation
διοργανώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | διοργανώνομαι | θα διοργανώνομαι | διοργανωνόμουν, διοργανωνόμουνα |
2nd person | διοργανώνεσαι | θα διοργανώνεσαι | διοργανωνόσουν, διοργανωνόσουνα | |
3rd person | διοργανώνεται | θα διοργανώνεται | διοργανωνόταν, διοργανωνότανε | |
1st person | pl | διοργανωνόμαστε | θα διοργανωνόμαστε | διοργανωνόμασταν, διοργανωνόμαστε2 |
2nd person | διοργανώνεστε, διοργανωνόσαστε1 | θα διοργανώνεστε, διοργανωνόσαστε1 | διοργανωνόσασταν, διοργανωνόσαστε2 | |
3rd person | διοργανώνονται | θα διοργανώνονται | διοργανώνονταν, διοργανωνόντανε, διοργανωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | διοργανωθώ | θα διοργανωθώ | διοργανώθηκα |
2nd person | διοργανωθείς | θα διοργανωθείς | διοργανώθηκες | |
3rd person | διοργανωθεί | θα διοργανωθεί | διοργανώθηκε | |
1st person | pl | διοργανωθούμε | θα διοργανωθούμε | διοργανωθήκαμε |
2nd person | διοργανωθείτε | θα διοργανωθείτε | διοργανωθήκατε | |
3rd person | διοργανωθούν, διοργανωθούνε | θα διοργανωθούν, θα διοργανωθούνε | διοργανώθηκαν, διοργανωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | διοργανώσου | |
2nd person | pl | —3 | διοργανωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω διοργανωθεί, έχεις διοργανωθεί έχει διοργανωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω διοργανωθεί, θα έχεις διοργανωθεί, θα έχει διοργανωθεί, … | |||
Past perfect | είχα διοργανωθεί, είχες διοργανωθεί, είχε διοργανωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||