Definify.com

Definition 2024


διοργανώνομαι

διοργανώνομαι

Greek

Verb

διοργανώνομαι (diorganónomai) (simple past διοργανώθηκα, active form διοργανώνω, passive)

  1. passive of διοργανώνω (diorganóno)

Conjugation