Definify.com
Definition 2025
διοργανώνω
διοργανώνω
Greek
Verb
διοργανώνω • (diorganóno) (simple past διοργάνωσα, passive form διοργανώνομαι)
Conjugation
διοργανώνω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διοργανώνω | διοργάνωνα | θα διοργανώνω | να διοργανώνω | |
| 2s | διοργανώνεις | διοργάνωνες | θα διοργανώνεις | να διοργανώνεις | διοργάνωνε |
| 3s | διοργανώνει | διοργάνωνε | θα διοργανώνει | να διοργανώνει | |
| 1p | διοργανώνουμε, διοργανώνομε | διοργανώναμε | θα διοργανώνουμε, διοργανώνομε | να διοργανώνουμε, διοργανώνομε | |
| 2p | διοργανώνετε | διοργανώνατε | θα διοργανώνετε | να διοργανώνετε | διοργανώνετε |
| 3p | διοργανώνουν, διοργανώνουνε | διοργάνωναν, διοργανώναν, διοργανώνανε | θα διοργανώνουν, διοργανώνουνε | να διοργανώνουν, διοργανώνουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διοργανώσω | διοργάνωσα | θα διοργανώσω | να διοργανώσω | |
| 2s | διοργανώσεις | διοργάνωσες | θα διοργανώσεις | να διοργανώσεις | διοργάνωσε |
| 3s | διοργανώσει | διοργάνωσε | θα διοργανώσει | να διοργανώσει | |
| 1p | διοργανώσουμε, διοργανώσομε | διοργανώσαμε | θα διοργανώσουμε, διοργανώσομε | να διοργανώσουμε, διοργανώσομε | |
| 2p | διοργανώσετε | διοργανώσατε | θα διοργανώσετε | να διοργανώσετε | διοργανώστε |
| 3p | διοργανώσουν, διοργανώσουνε | διοργάνωσαν, διοργανώσαν, διοργανώσανε | θα διοργανώσουν, διοργανώσουνε | να διοργανώσουν, διοργανώσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω διοργανώσει | είχα διοργανώσει | θα έχω διοργανώσει | να έχω διοργανώσει | |
| 2s | έχεις διοργανώσει | είχες διοργανώσει | θα έχεις διοργανώσει | να έχεις διοργανώσει | |
| 3s | έχει διοργανώσει | είχε διοργανώσει | θα έχει διοργανώσει | να έχει διοργανώσει | |
| 1p | έχουμε διοργανώσει | είχαμε διοργανώσει | θα έχουμε διοργανώσει | να έχουμε διοργανώσει | |
| 2p | έχετε διοργανώσει | είχατε διοργανώσει | θα έχετε διοργανώσει | να έχετε διοργανώσει | |
| 3p | έχουν διοργανώσει | είχαν διοργανώσει | θα έχουν διοργανώσει | να έχουν διοργανώσει | |
| Participle: | διοργανώνοντας | Non-finite ‡ | διοργανώσει | 3, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||