Definify.com
Definition 2024
δισδιάστατος
δισδιάστατος
Greek
Adjective
δισδιάστατος • (disdiástatos) m (feminine δισδιάστατη, neuter δισδιάστατο)
Declension
positive forms of δισδιάστατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δισδιάστατος | δισδιάστατη | δισδιάστατο | δισδιάστατοι | δισδιάστατες | δισδιάστατα |
genitive | δισδιάστατου | δισδιάστατης | δισδιάστατου | δισδιάστατων | δισδιάστατων | δισδιάστατων |
accusative | δισδιάστατο | δισδιάστατη | δισδιάστατο | δισδιάστατους | δισδιάστατες | δισδιάστατα |
vocative | δισδιάστατε | δισδιάστατη | δισδιάστατο | δισδιάστατοι | δισδιάστατες | δισδιάστατα |
Synonyms
- δύο διαστάσεων (dýo diastáseon, “of two dimensions”)