Definify.com
Definition 2024
διφθογγισμός
διφθογγισμός
Greek
Noun
διφθογγισμός • (difthongismós) m (uncountable)
Declension
Declension of διφθογγισμός (difthongismós)
singular | |
---|---|
nominative | διφθογγισμός |
genitive | διφθογγισμού |
accusative | διφθογγισμό |
vocative | διφθογγισμέ |
Synonyms
- διφθογγοποίηση f (difthongopoíisi)
Related terms
- δίφθογγος (dífthongos, “diphthong”)