Definify.com

Definition 2024


διψασμένος

διψασμένος

Greek

Adjective

διψασμένος (dipsasménos) m (feminine διψασμένη, neuter διψασμένο)

  1. thirsty, dry
  2. (figuratively) eager
    διψασμένος για δόξα
    eager for glory

Declension

Related terms

  • διψομανής m, f (dipsomanís, dipsomaniac)
  • διψομανία f (dipsomanía, dipsomania)