Definify.com
Definition 2024
διψασμένος
διψασμένος
Greek
Adjective
διψασμένος • (dipsasménos) m (feminine διψασμένη, neuter διψασμένο)
Declension
positive forms of διψασμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διψασμένος | διψασμένη | διψασμένο | διψασμένοι | διψασμένες | διψασμένα |
genitive | διψασμένου | διψασμένης | διψασμένου | διψασμένων | διψασμένων | διψασμένων |
accusative | διψασμένο | διψασμένη | διψασμένο | διψασμένους | διψασμένες | διψασμένα |
vocative | διψασμένε | διψασμένη | διψασμένο | διψασμένοι | διψασμένες | διψασμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διψασμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διψασμένος, etc.) |
Related terms
- διψομανής m, f (dipsomanís, “dipsomaniac”)
- διψομανία f (dipsomanía, “dipsomania”)