Definify.com
Definition 2024
δοκιμάζομαι
δοκιμάζομαι
Greek
Verb
δοκιμάζομαι • (dokimázomai) (simple past δοκιμάστηκα, active form δοκιμάζω, passive)
- passive of δοκιμάζω (dokimázo)
Conjugation
δοκιμάζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | δοκιμάζομαι | θα δοκιμάζομαι | δοκιμαζόμουν, δοκιμαζόμουνα |
2nd person | δοκιμάζεσαι | θα δοκιμάζεσαι | δοκιμαζόσουν, δοκιμαζόσουνα | |
3rd person | δοκιμάζεται | θα δοκιμάζεται | δοκιμαζόταν, δοκιμαζότανε | |
1st person | pl | δοκιμαζόμαστε | θα δοκιμαζόμαστε | δοκιμαζόμασταν, δοκιμαζόμαστε2 |
2nd person | δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε1 | θα δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε1 | δοκιμαζόσασταν, δοκιμαζόσαστε2 | |
3rd person | δοκιμάζονται | θα δοκιμάζονται | δοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | δοκιμαστώ | θα δοκιμαστώ | δοκιμάστηκα |
2nd person | δοκιμαστείς | θα δοκιμαστείς | δοκιμάστηκες | |
3rd person | δοκιμαστεί | θα δοκιμαστεί | δοκιμάστηκε | |
1st person | pl | δοκιμαστούμε | θα δοκιμαστούμε | δοκιμαστήκαμε |
2nd person | δοκιμαστείτε | θα δοκιμαστείτε | δοκιμαστήκατε | |
3rd person | δοκιμαστούν, δοκιμαστούνε | θα δοκιμαστούν, θα δοκιμαστούνε | δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | δοκιμάσου | |
2nd person | pl | —3 | δοκιμαστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω δοκιμαστεί, έχεις δοκιμαστεί έχει δοκιμαστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω δοκιμαστεί, θα έχεις δοκιμαστεί, θα έχει δοκιμαστεί, … | |||
Past perfect | είχα δοκιμαστεί, είχες δοκιμαστεί, είχε δοκιμαστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Related terms
- see: δοκιμή f (dokimí, “trial, test”)