Definify.com

Definition 2024


δοκιμάζομαι

δοκιμάζομαι

Greek

Verb

δοκιμάζομαι (dokimázomai) (simple past δοκιμάστηκα, active form δοκιμάζω, passive)

  1. passive of δοκιμάζω (dokimázo)

Conjugation

Related terms