Definify.com
Definition 2024
δολοφονώ
δολοφονώ
Greek
Verb
δολοφονώ • (dolofonó) (simple past δολοφόνησα)
Conjugation
δολοφονώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δολοφονώ | δολοφονούσα | θα δολοφονώ | να δολοφονώ | |
2s | δολοφονείς | δολοφονούσες | θα δολοφονείς | να δολοφονείς | — |
3s | δολοφονεί | δολοφονούσε | θα δολοφονεί | να δολοφονεί | |
1p | δολοφονούμε | δολοφονούσαμε | θα δολοφονούμε | να δολοφονούμε | |
2p | δολοφονείτε | δολοφονούσατε | θα δολοφονείτε | να δολοφονείτε | δολοφονείτε |
3p | δολοφονούν, δολοφονούνε | δολοφονούσαν, δολοφονούσανε | θα δολοφονούν, θα δολοφονούνε | να δολοφονούν, να δολοφονούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δολοφονήσω | δολοφόνησα | θα δολοφονήσω | να δολοφονήσω | |
2s | δολοφονήσεις | δολοφόνησες | θα δολοφονήσεις | να δολοφονήσεις | δολοφόνησε |
3s | δολοφονήσει | δολοφόνησε | θα δολοφονήσει | να δολοφονήσει | |
1p | δολοφονήσουμε, δολοφονήσομε | δολοφονήσαμε | θα δολοφονήσουμε, θα δολοφονήσομε | να δολοφονήσουμε, να δολοφονήσομε | |
2p | δολοφονήσετε | δολοφονήσατε | θα δολοφονήσετε | να δολοφονήσετε | δολοφονήστε, δολοφονήσετε |
3p | δολοφονήσουν, δολοφονήσουνε | δολοφόνησαν, δολοφονήσαν, δολοφονήσανε | θα δολοφονήσουν, θα δολοφονήσουνε | να δολοφονήσουν, να δολοφονήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δολοφονήσει | είχα δολοφονήσει | θα έχω δολοφονήσει | να έχω δολοφονήσει | |
2s | έχεις δολοφονήσει | είχες δολοφονήσει | θα έχεις δολοφονήσει | να έχεις δολοφονήσει | |
3s | έχει δολοφονήσει | είχε δολοφονήσει | θα έχει δολοφονήσει | να έχει δολοφονήσει | |
1p | έχουμε δολοφονήσει | είχαμε δολοφονήσει | θα έχουμε δολοφονήσει | να έχουμε δολοφονήσει | |
2p | έχετε δολοφονήσει | είχατε δολοφονήσει | θα έχετε δολοφονήσει | να έχετε δολοφονήσει | |
3p | έχουν δολοφονήσει | είχαν δολοφονήσει | θα έχουν δολοφονήσει | να έχουν δολοφονήσει | |
Participle: | δολοφονώντας | Non-finite ‡ | δολοφονήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||