Definify.com
Definition 2024
δουλικός
δουλικός
Greek
Adjective
δουλικός • (doulikós) m (feminine δουλική, neuter δουλικό)
Declension
positive forms of δουλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δουλικός | δουλική | δουλικό | δουλικοί | δουλικές | δουλικά |
genitive | δουλικού | δουλικής | δουλικού | δουλικών | δουλικών | δουλικών |
accusative | δουλικό | δουλική | δουλικό | δουλικούς | δουλικές | δουλικά |
vocative | δουλικέ | δουλική | δουλικό | δουλικοί | δουλικές | δουλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δουλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δουλικός, etc.) |
Related terms
- see: δουλειά f (douleiá, “work”)