Definify.com
Definition 2024
δυτικός
δυτικός
Greek
Adjective
δυτικός • (dytikós) m (feminine δυτική, neuter δυτικό)
Declension
positive forms of δυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικός | δυτική | δυτικό | δυτικοί | δυτικές | δυτικά |
genitive | δυτικού | δυτικής | δυτικού | δυτικών | δυτικών | δυτικών |
accusative | δυτικό | δυτική | δυτικό | δυτικούς | δυτικές | δυτικά |
vocative | δυτικέ | δυτική | δυτικό | δυτικοί | δυτικές | δυτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικότερος | δυτικότερη | δυτικότερο | δυτικότεροι | δυτικότερες | δυτικότερα |
genitive | δυτικότερου | δυτικότερης | δυτικότερου | δυτικότερων | δυτικότερων | δυτικότερων |
accusative | δυτικότερο | δυτικότερη | δυτικότερο | δυτικότερους | δυτικότερες | δυτικότερα |
vocative | δυτικότερε | δυτικότερη | δυτικότερο | δυτικότεροι | δυτικότερες | δυτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δυτικότερος", etc) |
Related terms
- see: δύση f (dýsi, “west”)
Noun
δυτικός • (dytikós) m (plural δυτικοί)
Declension
declension of δυτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυτικός | δυτικοί |
genitive | δυτικού | δυτικών |
accusative | δυτικό | δυτικούς |
vocative | δυτικέ | δυτικοί |