Definify.com
Definition 2024
δωρίζω
δωρίζω
Greek
Verb
δωρίζω • (dorízo) (simple past δώρισα, passive form δωρίζομαι)
Conjugation
δωρίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δωρίζω | δώριζα | θα δωρίζω | να δωρίζω | |
2s | δωρίζεις | δώριζες | θα δωρίζεις | να δωρίζεις | δώριζε |
3s | δωρίζει | δώριζε | θα δωρίζει | να δωρίζει | |
1p | δωρίζουμε, δωρίζομε | δωρίζαμε | θα δωρίζουμε, δωρίζομε | να δωρίζουμε, δωρίζομε | |
2p | δωρίζετε | δωρίζατε | θα δωρίζετε | να δωρίζετε | δωρίζετε |
3p | δωρίζουν, δωρίζουνε | δώριζαν, δωρίζαν, δωρίζανε | θα δωρίζουν, δωρίζουνε | να δωρίζουν, δωρίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δωρίσω | δώρισα | θα δωρίσω | να δωρίσω | |
2s | δωρίσεις | δώρισες | θα δωρίσεις | να δωρίσεις | δώρισε |
3s | δωρίσει | δώρισε | θα δωρίσει | να δωρίσει | |
1p | δωρίσουμε, δωρίσομε | δωρίσαμε | θα δωρίσουμε, δωρίσομε | να δωρίσουμε, δωρίσομε | |
2p | δωρίσετε | δωρίσατε | θα δωρίσετε | να δωρίσετε | δωρίστε |
3p | δωρίσουν, δωρίσουνε | δώρισαν, δωρίσαν, δωρίσανε | θα δωρίσουν, δωρίσουνε | να δωρίσουν, δωρίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δωρίσει | είχα δωρίσει | θα έχω δωρίσει | να έχω δωρίσει | |
2s | έχεις δωρίσει | είχες δωρίσει | θα έχεις δωρίσει | να έχεις δωρίσει | |
3s | έχει δωρίσει | είχε δωρίσει | θα έχει δωρίσει | να έχει δωρίσει | |
1p | έχουμε δωρίσει | είχαμε δωρίσει | θα έχουμε δωρίσει | να έχουμε δωρίσει | |
2p | έχετε δωρίσει | είχατε δωρίσει | θα έχετε δωρίσει | να έχετε δωρίσει | |
3p | έχουν δωρίσει | είχαν δωρίσει | θα έχουν δωρίσει | να έχουν δωρίσει | |
Participle: | δωρίζοντας | Non-finite ‡ | δωρίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||