Definify.com
Definition 2024
εγκατάσταση
εγκατάσταση
Greek
Noun
εγκατάσταση • (enkatástasi) f (plural εγκαταστάσεις)
- installation, establishment (act of installing)
- residence (permission to reside)
- installation (large equipment)
- installation, settlement, establishment (set of buildings)
- (art) installation
Declension
declension of εγκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκατάσταση | εγκαταστάσεις |
genitive | εγκατάστασης / εγκαταστάσεως | εγκαταστάσεων |
accusative | εγκατάσταση | εγκαταστάσεις |
vocative | εγκατάσταση | εγκαταστάσεις |
Related terms
- κατάσταση f (katástasi, “condition, situation”)
- απεγκατάσταση f (apenkatástasi, “deinstallation, uninstallation”)
- επανεγκατάσταση f (epanenkatástasi, “reinstallation”)