Definify.com
Definition 2024
επανεγκατάσταση
επανεγκατάσταση
Greek
Noun
επανεγκατάσταση • (epanenkatástasi) f (plural επανεγκατάστασεις)
- resettlement, rehoming
- η επανεγκατάσταση των προσφύγων ― i epanenkatástasi ton prosfýgon ― the resettlement of refugees
- reinstallation
- Η επανεγκατάσταση των Windows γίνεται μέσα σε λίγα λεπτά.
- I epanenkatástasi ton Windows gínetai mésa se líga leptá.
- Reinstallation of Windows is done in minutes.
- Η επανεγκατάσταση των Windows γίνεται μέσα σε λίγα λεπτά.
Declension
declension of επανεγκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επανεγκατάσταση | επανεγκαταστάσεις |
genitive | επανεγκατάστασης / επανεγκαταστάσεως | επανεγκαταστάσεων |
accusative | επανεγκατάσταση | επανεγκαταστάσεις |
vocative | επανεγκατάσταση | επανεγκαταστάσεις |
Related terms
- εγκατάσταση f (enkatástasi, “installation”)