Definify.com
Definition 2024
εικονικός
εικονικός
Greek
Adjective
εικονικός • (eikonikós) m (feminine εικονική, neuter εικονικό)
Declension
positive forms of εικονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εικονικός | εικονική | εικονικό | εικονικοί | εικονικές | εικονικά |
genitive | εικονικού | εικονικής | εικονικού | εικονικών | εικονικών | εικονικών |
accusative | εικονικό | εικονική | εικονικό | εικονικούς | εικονικές | εικονικά |
vocative | εικονικέ | εικονική | εικονικό | εικονικοί | εικονικές | εικονικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εικονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εικονικός, etc.) |
Derived terms
- εικονική πραγματικότητα f (eikonikí pragmatikótita, “virtual reality”)