Definify.com

Definition 2024


ειλικρινής

ειλικρινής

Greek

Adjective

ειλικρινής (eilikrinís) m (feminine ειλικρινής, neuter ειλικρινές)

  1. sincere, frank

Declension

Derived terms

  • ειλικρίνεια (eilikríneia)