Definify.com
Definition 2024
εκλεκτικός
εκλεκτικός
Greek
Adjective
εκλεκτικός • (eklektikós) m (feminine εκλεκτική, neuter εκλεκτικό)
Declension
positive forms of εκλεκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκλεκτικός | εκλεκτική | εκλεκτικό | εκλεκτικοί | εκλεκτικές | εκλεκτικά |
genitive | εκλεκτικού | εκλεκτικής | εκλεκτικού | εκλεκτικών | εκλεκτικών | εκλεκτικών |
accusative | εκλεκτικό | εκλεκτική | εκλεκτικό | εκλεκτικούς | εκλεκτικές | εκλεκτικά |
vocative | εκλεκτικέ | εκλεκτική | εκλεκτικό | εκλεκτικοί | εκλεκτικές | εκλεκτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκλεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκλεκτικός, etc.) |