Definify.com

Definition 2024


εκπολιτιστικός

εκπολιτιστικός

Greek

Adjective

εκπολιτιστικός (ekpolitistikós) m (feminine εκπολιτιστική, neuter εκπολιτιστικό)

  1. cultural

Declension

Synonyms

See also