Definify.com
Definition 2024
πολιτιστικός
πολιτιστικός
Greek
Adjective
πολιτιστικός • (politistikós) m (feminine πολιτιστική, neuter πολιτιστικό)
- cultural
- πολιτιστική πρωτεύουσα ("political capital")
Declension
positive forms of πολιτιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιτιστικός | πολιτιστική | πολιτιστικό | πολιτιστικοί | πολιτιστικές | πολιτιστικά |
genitive | πολιτιστικού | πολιτιστικής | πολιτιστικού | πολιτιστικών | πολιτιστικών | πολιτιστικών |
accusative | πολιτιστικό | πολιτιστική | πολιτιστικό | πολιτιστικούς | πολιτιστικές | πολιτιστικά |
vocative | πολιτιστικέ | πολιτιστική | πολιτιστικό | πολιτιστικοί | πολιτιστικές | πολιτιστικά |
Synonyms
- εκπολιτιστικός (ekpolitistikós)
Derived terms
- Πολιτιστική Επανάσταση f (Politistikí Epanástasi, “Cultural Revolution”)
See also
- μορφωτικός (morfotikós, “educational”)