Definify.com
Definition 2025
εκτιμώ
εκτιμώ
Greek
Alternative forms
- εκτιμάω (ektimáo)
Verb
εκτιμώ • (ektimó) (simple past εκτίμησα, passive form εκτιμώμαι)
- be grateful for, like, appreciate
Conjugation
εκτιμώ, εκτιμάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εκτιμώ, εκτιμάω | εκτιμούσα, εκτίμαγα | θα εκτιμώ, θα εκτιμάω | να εκτιμώ, να εκτιμάω | |
2s | εκτιμάς | εκτιμούσες, εκτίμαγες | θα εκτιμάς | να εκτιμάς | εκτίμα |
3s | εκτιμά, εκτιμάει | εκτιμούσε, εκτίμαγε | θα εκτιμά, θα εκτιμάει | να εκτιμά, να εκτιμάει | |
1p | εκτιμούμε, εκτιμάμε | εκτιμούσαμε, εκτιμάγαμε | θα εκτιμούμε, θα εκτιμάμε | να εκτιμούμε, να εκτιμάμε | |
2p | εκτιμάτε | εκτιμούσατε, εκτιμάγατε | θα εκτιμάτε | να εκτιμάτε | εκτιμάτε |
3p | εκτιμούν, εκτιμούνε, εκτιμάνε, εκτιμάν | εκτιμούσαν, εκτιμούσανε, εκτίμαγαν, εκτιμάγανε | θα εκτιμούν, θα εκτιμούνε, θα εκτιμάνε, θα εκτιμάν | να εκτιμούν, να εκτιμούνε, να εκτιμάνε, να εκτιμάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εκτιμήσω | εκτίμησα | θα εκτιμήσω | να εκτιμήσω | |
2s | εκτιμήσεις | εκτίμησες | θα εκτιμήσεις | να εκτιμήσεις | εκτίμησε |
3s | εκτιμήσει | εκτίμησε | θα εκτιμήσει | να εκτιμήσει | |
1p | εκτιμήσουμε, εκτιμήσομε | εκτιμήσαμε | θα εκτιμήσουμε, θα εκτιμήσομε | να εκτιμήσουμε, να εκτιμήσομε | |
2p | εκτιμήσετε | εκτιμήσατε | θα εκτιμήσετε | να εκτιμήσετε | εκτιμήστε |
3p | εκτιμήσουν, εκτιμήσουνε | εκτίμησαν, εκτιμήσανε, εκτιμήσαν | θα εκτιμήσουν, θα εκτιμήσουνε | να εκτιμήσουν, να εκτιμήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εκτιμήσει | είχα εκτιμήσει | θα έχω εκτιμήσει | να έχω εκτιμήσει | |
2s | έχεις εκτιμήσει | είχες εκτιμήσει | θα έχεις εκτιμήσει | να έχεις εκτιμήσει | |
3s | έχει εκτιμήσει | είχε εκτιμήσει | θα έχει εκτιμήσει | να έχει εκτιμήσει | |
1p | έχουμε εκτιμήσει | είχαμε εκτιμήσει | θα έχουμε εκτιμήσει | να έχουμε εκτιμήσει | |
2p | έχετε εκτιμήσει | είχατε εκτιμήσει | θα έχετε εκτιμήσει | να έχετε εκτιμήσει | |
3p | έχουν εκτιμήσει | είχαν εκτιμήσει | θα έχουν εκτιμήσει | να έχουν εκτιμήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκτιμημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκτιμημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκτιμημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκτιμημένο | ||||
Participle: | εκτιμώντας | Non-finite ‡ | εκτιμήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Synonyms
- to increase price, to appreciate in value (to increase price, to appreciate in value)