Definify.com
Definition 2024
ελεύθερος
ελεύθερος
See also: ἐλεύθερος
Greek
Alternative forms
- λεύτερος (léfteros)
Adjective
ελεύθερος • (eléftheros) m (feminine ελεύθερη, neuter ελεύθερο)
Declension
positive forms of ελεύθερος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελεύθερος | ελεύθερη | ελεύθερο | ελεύθεροι | ελεύθερες | ελεύθερα |
genitive | ελεύθερου | ελεύθερης | ελεύθερου | ελεύθερων | ελεύθερων | ελεύθερων |
accusative | ελεύθερο | ελεύθερη | ελεύθερο | ελεύθερους | ελεύθερες | ελεύθερα |
vocative | ελεύθερε | ελεύθερη | ελεύθερο | ελεύθεροι | ελεύθερες | ελεύθερα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελεύθερος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελεύθερος, etc.) |
Related terms
- ελεύθερο n (eléfthero, “authorisation, freestyle”)
- and see: ελευθερία f (elefthería, “freedom”)