Definify.com
Definition 2024
ελκυστικός
ελκυστικός
Greek
Adjective
ελκυστικός • (elkystikós) m
- sexually attractive, charming
Declension
positive forms of ελκυστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελκυστικός | ελκυστική | ελκυστικό | ελκυστικοί | ελκυστικές | ελκυστικά |
genitive | ελκυστικού | ελκυστικής | ελκυστικού | ελκυστικών | ελκυστικών | ελκυστικών |
accusative | ελκυστικό | ελκυστική | ελκυστικό | ελκυστικούς | ελκυστικές | ελκυστικά |
vocative | ελκυστικέ | ελκυστική | ελκυστικό | ελκυστικοί | ελκυστικές | ελκυστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελκυστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελκυστικός, etc.) |
Synonyms
- γοητευτικός (goiteftikós)
Antonyms
- απωθητικός (apothitikós, “repulsive”)