Definify.com

Definition 2024


ελκυστικός

ελκυστικός

Greek

Adjective

ελκυστικός (elkystikós) m

  1. sexually attractive, charming

Declension

Synonyms

  • γοητευτικός (goiteftikós)

Antonyms

  • απωθητικός (apothitikós, repulsive)