Definify.com

Definition 2024


ελληνορρωμαϊκός

ελληνορρωμαϊκός

Greek

Adjective

ελληνορρωμαϊκός (ellinorromaïkós) m (feminine ελληνορρωμαϊκή, neuter ελληνορρωμαϊκό)

  1. Alternative form of ελληνορωμαϊκός (ellinoromaïkós)

Declension