Definify.com
Definition 2024
ελληνορωμαϊκός
ελληνορωμαϊκός
Greek
Alternative forms
- ελληνορρωμαϊκός (ellinorromaïkós)
Adjective
ελληνορωμαϊκός • (ellinoromaïkós) m (feminine ελληνορωμαϊκή, neuter ελληνορωμαϊκό)
- Graeco-Roman (British), Greco-Roman (US)
Declension
positive forms of ελληνορωμαϊκός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελληνορωμαϊκός | ελληνορωμαϊκή | ελληνορωμαϊκό | ελληνορωμαϊκοί | ελληνορωμαϊκές | ελληνορωμαϊκά |
genitive | ελληνορωμαϊκού | ελληνορωμαϊκής | ελληνορωμαϊκού | ελληνορωμαϊκών | ελληνορωμαϊκών | ελληνορωμαϊκών |
accusative | ελληνορωμαϊκό | ελληνορωμαϊκή | ελληνορωμαϊκό | ελληνορωμαϊκούς | ελληνορωμαϊκές | ελληνορωμαϊκά |
vocative | ελληνορωμαϊκέ | ελληνορωμαϊκή | ελληνορωμαϊκό | ελληνορωμαϊκοί | ελληνορωμαϊκές | ελληνορωμαϊκά |
Related terms
- see: Ελλάδα f (Elláda, “Greece”)