Definify.com
Definition 2024
εμβολίζω
εμβολίζω
Greek
Verb
εμβολίζω • (emvolízo) (simple past εμβόλισα, passive form εμβολίζομαι)
Conjugation
εμβολίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εμβολίζω | εμβόλιζα | θα εμβολίζω | να εμβολίζω | |
2s | εμβολίζεις | εμβόλιζες | θα εμβολίζεις | να εμβολίζεις | εμβόλιζε |
3s | εμβολίζει | εμβόλιζε | θα εμβολίζει | να εμβολίζει | |
1p | εμβολίζουμε, εμβολίζομε | εμβολίζαμε | θα εμβολίζουμε, εμβολίζομε | να εμβολίζουμε, εμβολίζομε | |
2p | εμβολίζετε | εμβολίζατε | θα εμβολίζετε | να εμβολίζετε | εμβολίζετε |
3p | εμβολίζουν, εμβολίζουνε | εμβόλιζαν, εμβολίζαν, εμβολίζανε | θα εμβολίζουν, εμβολίζουνε | να εμβολίζουν, εμβολίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εμβολίσω | εμβόλισα | θα εμβολίσω | να εμβολίσω | |
2s | εμβολίσεις | εμβόλισες | θα εμβολίσεις | να εμβολίσεις | εμβόλισε |
3s | εμβολίσει | εμβόλισε | θα εμβολίσει | να εμβολίσει | |
1p | εμβολίσουμε, εμβολίσομε | εμβολίσαμε | θα εμβολίσουμε, εμβολίσομε | να εμβολίσουμε, εμβολίσομε | |
2p | εμβολίσετε | εμβολίσατε | θα εμβολίσετε | να εμβολίσετε | εμβολίστε |
3p | εμβολίσουν, εμβολίσουνε | εμβόλισαν, εμβολίσαν, εμβολίσανε | θα εμβολίσουν, εμβολίσουνε | να εμβολίσουν, εμβολίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εμβολίσει | είχα εμβολίσει | θα έχω εμβολίσει | να έχω εμβολίσει | |
2s | έχεις εμβολίσει | είχες εμβολίσει | θα έχεις εμβολίσει | να έχεις εμβολίσει | |
3s | έχει εμβολίσει | είχε εμβολίσει | θα έχει εμβολίσει | να έχει εμβολίσει | |
1p | έχουμε εμβολίσει | είχαμε εμβολίσει | θα έχουμε εμβολίσει | να έχουμε εμβολίσει | |
2p | έχετε εμβολίσει | είχατε εμβολίσει | θα έχετε εμβολίσει | να έχετε εμβολίσει | |
3p | έχουν εμβολίσει | είχαν εμβολίσει | θα έχουν εμβολίσει | να έχουν εμβολίσει | |
Participle: | εμβολίζοντας | Non-finite ‡ | εμβολίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
See also
- εμβολιάζω (emvoliázo, “to inoculate”)