Definify.com
Definition 2025
ενδιαφέρω
ενδιαφέρω
Greek
Verb
ενδιαφέρω • (endiaféro) (passive form ενδιαφέρομαι, found only in the present and imperfect tenses)
- (transitive) interest
Conjugation
ενδιαφέρω
Present » | Imperfect » | Continuous future » | Subjunctive » | Imperative » | |
1s | ενδιαφέρω | ενδιάφερα | θα ενδιαφέρω | να ενδιαφέρω | |
2s | ενδιαφέρεις | ενδιάφερες | θα ενδιαφέρεις | να ενδιαφέρεις | ενδιαφέρε |
3s | ενδιαφέρει | ενδιάφερε | θα ενδιαφέρει | να ενδιαφέρει | |
1p | ενδιαφέρουμε, ενδιαφέρομε | ενδιαφέραμε | θα ενδιαφέρουμε, ενδιαφέρομε | να ενδιαφέρουμε, ενδιαφέρομε | |
2p | ενδιαφέρετε | ενδιαφέρατε | θα ενδιαφέρετε | να ενδιαφέρετε | ενδιαφέρετε |
3p | ενδιαφέρουν, ενδιαφέρουνε | ενδιάφεραν, ενδιαφέρανε, ενδιαφέραν | θα ενδιαφέρουν, ενδιαφέρουνε | να ενδιαφέρουν, ενδιαφέρουνε | |
Participle: | ενδιαφέροντας | 217, 1c | |||