Definify.com
Definition 2024
ενοχλητικός
ενοχλητικός
Greek
Adjective
ενοχλητικός • (enochlitikós) m (feminine ενοχλητική, neuter ενοχλητικό)
- annoying, bothersome, irritating, pesky
- Αυτή είναι πολύ ενοχλητική γυναίκα. ― Aftí eínai polý enochlitikí gynaíka. ― She's a very annoying woman.
- Βγες έξω και διώξε αυτά τα ενοχλητικά παιδιά. ― Vges éxo kai dióxe aftá ta enochlitiká paidiá. ― Go out and get rid of those annoying kids.
- Τον πείραξαν οι προσωπικές και ενοχλητικές ερωτήσεις του δημοσιογράφου. ― Ton peíraxan oi prosopikés kai enochlitikés erotíseis tou dimosiográfou. ― The reporter's personal and bothersome questions annoyed him.
Declension
positive forms of ενοχλητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενοχλητικός | ενοχλητική | ενοχλητικό | ενοχλητικοί | ενοχλητικές | ενοχλητικά |
genitive | ενοχλητικού | ενοχλητικής | ενοχλητικού | ενοχλητικών | ενοχλητικών | ενοχλητικών |
accusative | ενοχλητικό | ενοχλητική | ενοχλητικό | ενοχλητικούς | ενοχλητικές | ενοχλητικά |
vocative | ενοχλητικέ | ενοχλητική | ενοχλητικό | ενοχλητικοί | ενοχλητικές | ενοχλητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενοχλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενοχλητικός, etc.) |
Derived terms
- ενοχλητικότητα f (enochlitikótita, “annoyingness”)
Related terms
Synonyms
- (annoying): οχληρός (ochlirós), δυσάρεστος (dysárestos)