Definify.com
Definition 2024
εντατικός
εντατικός
Greek
Adjective
εντατικός • (entatikós) m (feminine εντατική, neuter εντατικό)
Declension
positive forms of εντατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικός | εντατική | εντατικό | εντατικοί | εντατικές | εντατικά |
genitive | εντατικού | εντατικής | εντατικού | εντατικών | εντατικών | εντατικών |
accusative | εντατικό | εντατική | εντατικό | εντατικούς | εντατικές | εντατικά |
vocative | εντατικέ | εντατική | εντατικό | εντατικοί | εντατικές | εντατικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντατικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικότερος | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότεροι | εντατικότερες | εντατικότερα |
genitive | εντατικότερου | εντατικότερης | εντατικότερου | εντατικότερων | εντατικότερων | εντατικότερων |
accusative | εντατικότερο | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότερους | εντατικότερες | εντατικότερα |
vocative | εντατικότερε | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότεροι | εντατικότερες | εντατικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντατικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικότατος | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατοι | εντατικότατες | εντατικότατα |
genitive | εντατικότατου | εντατικότατης | εντατικότατου | εντατικότατων | εντατικότατων | εντατικότατων |
accusative | εντατικότατο | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατους | εντατικότατες | εντατικότατα |
vocative | εντατικότατε | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατοι | εντατικότατες | εντατικότατα |
Derived terms
- εντατικώς (entatikós, “naturally”)