Definify.com
Definition 2024
ενώ
ενώ
Greek
Conjunction
ενώ • (enó)
- while, as long as, as
- Σφύριζε ενώ δούλευε.
- He whistled while he worked.
- Σφύριζε ενώ δούλευε.
- although, though, whereas, while
- despite, although
- Ο Κώστας βαρέθηκε να περιμένει, ενώ ήξερε πως δεν ήταν ποτέ στην ώρα της.
- Costas was bored with waiting, although he knew that she was never on time.
- Ο Κώστας βαρέθηκε να περιμένει, ενώ ήξερε πως δεν ήταν ποτέ στην ώρα της.
- since, although