Definify.com
Definition 2024
εξετάζω
εξετάζω
See also: ἐξετάζω
Greek
Verb
εξετάζω • (exetázo) (simple past εξέτασα, passive form εξετάζομαι)
Conjugation
εξετάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξετάζω | εξέταζα | θα εξετάζω | να εξετάζω | |
2s | εξετάζεις | εξέταζες | θα εξετάζεις | να εξετάζεις | εξέταζε |
3s | εξετάζει | εξέταζε | θα εξετάζει | να εξετάζει | |
1p | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζαμε | θα εξετάζουμε, εξετάζομε | να εξετάζουμε, εξετάζομε | |
2p | εξετάζετε | εξετάζατε | θα εξετάζετε | να εξετάζετε | εξετάζετε |
3p | εξετάζουν, εξετάζουνε | εξέταζαν, εξετάζαν, εξετάζανε | θα εξετάζουν, εξετάζουνε | να εξετάζουν, εξετάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξετάσω | εξέτασα | θα εξετάσω | να εξετάσω | |
2s | εξετάσεις | εξέτασες | θα εξετάσεις | να εξετάσεις | εξέτασε |
3s | εξετάσει | εξέτασε | θα εξετάσει | να εξετάσει | |
1p | εξετάσουμε, εξετάσομε | εξετάσαμε | θα εξετάσουμε, εξετάσομε | να εξετάσουμε, εξετάσομε | |
2p | εξετάσετε | εξετάσατε | θα εξετάσετε | να εξετάσετε | εξετάστε |
3p | εξετάσουν, εξετάσουνε | εξέτασαν, εξετάσαν, εξετάσανε | θα εξετάσουν, εξετάσουνε | να εξετάσουν, εξετάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εξετάσει | είχα εξετάσει | θα έχω εξετάσει | να έχω εξετάσει | |
2s | έχεις εξετάσει | είχες εξετάσει | θα έχεις εξετάσει | να έχεις εξετάσει | έχε εξετασμένο |
3s | έχει εξετάσει | είχε εξετάσει | θα έχει εξετάσει | να έχει εξετάσει | |
1p | έχουμε εξετάσει | είχαμε εξετάσει | θα έχουμε εξετάσει | να έχουμε εξετάσει | |
2p | έχετε εξετάσει | είχατε εξετάσει | θα έχετε εξετάσει | να έχετε εξετάσει | έχετε εξετασμένο |
3p | έχουν εξετάσει | είχαν εξετάσει | θα έχουν εξετάσει | να έχουν εξετάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξετασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξετασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξετασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξετασμένο | ||||
Participle: | εξετάζοντας | Non-finite ‡ | εξετάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- εξέταση f (exétasi, “examination”)
- εξεταστέος (exetastéos, “examinable”)
- εξεταστής m (exetastís, “examiner”)
- εξετάστρια f (exetástria, “examiner”)
- εξεταστικός (exetastikós, “examining”)