Definify.com
Definition 2024
εξηρτημένος
εξηρτημένος
Greek
Adjective
εξηρτημένος • (exirtiménos) m (feminine εξηρτημένη, neuter εξηρτημένο)
- Alternative form of εξαρτημένος (exartiménos)
Declension
positive forms of εξηρτημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξηρτημένος | εξηρτημένη | εξηρτημένο | εξηρτημένοι | εξηρτημένες | εξηρτημένα |
genitive | εξηρτημένου | εξηρτημένης | εξηρτημένου | εξηρτημένων | εξηρτημένων | εξηρτημένων |
accusative | εξηρτημένο | εξηρτημένη | εξηρτημένο | εξηρτημένους | εξηρτημένες | εξηρτημένα |
vocative | εξηρτημένε | εξηρτημένη | εξηρτημένο | εξηρτημένοι | εξηρτημένες | εξηρτημένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξηρτημένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξηρτημένος, etc.) |